- навалить
- -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•
мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•
-ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.
|| μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•-ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.
2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•-ло много сн-гу χιόνισε πολύ.
4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.
5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.навалиться1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.
|| μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.4. πέφτω σωρηδόν.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.